- σκουριά
- Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία, χωρίς να σχηματίζει μόνιμο προφυλακτικό στρώμα όπως τα άλλα οξείδια, αλλά συνεχώς φθείρεται και η ενέργεια της φτάνει μέχρι τέλειας φθοράς του σιδήρου. Ο μηχανισμός της αντίδρασης δεν είναι απόλυτα γνωστός· εικάζεται ότι μόλις σχηματιστεί το ένυδρο οξείδιο του σιδήρου αντιδρά με άνυδρο το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας και μετασχηματίζεται σε ένυδρο βασικό ανθρακικό σίδηρο, ο οποίος υφίσταται μετέπειτα υδρόλυση. Η αντίδραση υποβοηθείται από τις μικρές ποσότητες όζοντος της ατμόσφαιρας και από τις μικρές ξένες ουσίες που βρίσκονται στην επιφάνεια του σιδήρου· έχει πράγματι παρατηρηθεί, ότι σίδηρος με επιφανειακή καθαρότητα δε σκουριάζει. Η ταχύτητα σχηματισμού σ. εξαρτιέται από την επιφανειακή μορφή του μετάλλου και από τη μοριακή του διάταξη. Χάλυβες που έχουν παραχθεί με ψυχρή εξέλαση οξειδώνονται πολύ δύσκολα. Η σ. παρουσιάζεται με μορφή μικρών τεμαχίων φλοιού· κονιορτοποιείται εύκολα και έχει χρώμα κόκκινο καφετί· είναι αρκετά σταθερή σε μέταλλα κατά τον πρώτο χρόνο του σχηματισμού της· διαλύεται εύκολα σε μερικά οργανικά και ανόργανα οξέα· με την πάροδο του χρόνου διαλύεται δυσκολότερα.
Σκουριασμένη λαμαρίνα. Η χημική σύνθεση της σκουριάς δεν είναι καθορισμένη απόλυτα.
Η σκουριασμένη πλώρη του βυθισμένου πλοίου «Τιτανικός» (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Ν1. (μεταλλ.-τεχνολ.) η σκωρία2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών3. μτφ. βλαβερό υπόλειμμα (α. «σκουριά τού οργανισμού» β. «σκουριές από την περασμένη κακοδιοίκηση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία*, με κώφωση τού -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].
Dictionary of Greek. 2013.